- ἀλληγορῶ
- ἀλληγορέωinterpret allegoricallypres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀλληγορέωinterpret allegoricallypres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλληγορώ — ἀλληγορῶ ( έω) (ΑΜ) 1. ενεργ. μιλώ έτσι ώστε να υπονοώ άλλο από εκείνο που λέγω, παριστάνω ή ερμηνεύω κάτι με αλληγορικό τρόπο 2. παθ. κάτι εκτίθεται αλληγορικά, γίνεται λόγος για κάτι αλληγορικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλήγορος. ΠΑΡ. ἀλληγόρημα,… … Dictionary of Greek
αλληγορητής — και αλληγοριστής, ο (Α ἀληγορητής) [ἀλληγορῶ] αυτός που παριστάνει ή ερμηνεύει κάτι αλληγορικά … Dictionary of Greek
αλληγόρημα — το (Α ἀλληγόρημα) [ἀλληγορῶ] η αλληγορία* … Dictionary of Greek
αναλληγόρητος — ἀναλληγόρητος, ον (Μ) [ἀλληγορῶ] ο δίχως αλληγορία … Dictionary of Greek
παραλληγορώ — έω, Α χρησιμοποιώ αλληγορίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀλληγορῶ] … Dictionary of Greek
συναλληγορούμαι — έομαι, Α [ἀλληγορῶ, οῡμαι] ερμηνεύομαι εντελώς αλληγορικά, θεωρούμαι αλληγορία … Dictionary of Greek